αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
ταριχάς — ᾱ, ὁ, Α πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + επίθημα ᾶς (πρβλ. ταπιτ ᾶς)] … Dictionary of Greek
ταριχέμπορος — ον, ΜΑ έμπορος παστών ψαριών, ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ἔμπορος] … Dictionary of Greek
ταριχηρός — και συντετμημένος τ. ταρχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παστά εδώδιμα 2. (ιδίως για σκεύος) κατάλληλος για την εναπόθεση παστών τροφίμων 3. (για τρόφιμα) παστωμένος 4. παλαιός («ταριχηρὸν οὖρον», πάπ.) 5. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ταριχοπράτισσα — ἡ, Α γυναίκα έμπορος παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πράτης + επίθημα ισσα (πρβλ. ἱέρ ισσα)] … Dictionary of Greek
ταριχοπώλης — ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πώλης*] … Dictionary of Greek
ταριχοπώλιον — και ταριχοπωλεῑον, τὸ, Α [ταριχοπώλης] χώρος πώλησης παστών ψαριών … Dictionary of Greek
ύρχη — και αιολ. τ. ὔρχα, ἡ, Α 1. αγγείο κατάλληλο για την εναπόθεση παστών τροφίμων 2. αγγείο κατάλληλο για το μέτρημα τού κρασιού 3. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὔρχας... τὴν ὑπὸ τοῡ τείχους ἀναρρίχησιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., κατά την… … Dictionary of Greek